-
1 λειτο υργέω
λειτο υργέω, altatt. λῃτουργέω, öffentliche, Volks-oder Staatsgeschäfte besorgen, dem Volke od. Staate dienen, bes. in Athen, ein Staatsamt verwalten u. die damit verknüpften Kosten aus eigenen Mitteln bestreiten (s. λειτουργία), Lys. 18, 8; τῇ πόλει, 19, 58 (wie Xen. Mem. 2, 7, 6); λειτουργίας λειτουργεῖν, 3, 47; Dem. Lpt. 21 u. sonst oft bei den Rednern u. Sp., wie Pol. 6, 33, 6. – Im N. T. u. bei K. S. ein kirchliches Amt verwalten, bes. Priester sein. – Uebh. dienen, ἡ τρισὶ λειτουργοῠσα πρὸς ἓν τάχος ἀνδράσι Λύδη Gall. 1 (V, 49); vom Dienst beim Hochzeitsschmause, Chares bei Ath. XII, 538 e; auch λειτουργεῖν περὶ τεκνοποιΐαν, Arist. pol. 7, 16.
См. также в других словарях:
LITURGIA — Gr. λειτουργία, voxapud patres in Eccl. frequens, non uno semper eodemque modo accipitur. Λειτουργεῖν primâ notione, est opus facere publicum, vel publice, quae significatio postea sese laxius explicuit. Apud Graecos Scriptores Platonem, Aristor … Hofmann J. Lexicon universale
λαμπαδαρχία — λαμπαδαρχία, ἡ (Α) (στην Αθήνα) το λειτούργημα τού λαμπαδάρχου, αυτού που διηύθυνε τη λαμπαδηδρομία («λειτουργεῑν τὰς δαπανηρὰς μή χρησίμους δὲ λειτουργίας, οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπαδάρχης ή λαμπάδαρχος] … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek